φιλούμενος

φιλούμενος
φιλέω
love
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
φιλόω
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φιλούμενος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλούμενος — I Έλληνας γιατρός του 3ου αι. μ.Χ., συγγραφέας ιατρικών έργων. Κείμενά του διασώθηκαν κυρίως σε μεταφράσεις. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Λυκαονία και μαρτύρησε στην Άγκυρα της Γαλατίας επί Αυρηλιανού (275). Η …   Dictionary of Greek

  • Φιλουμένοις — Φιλούμενος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλουμένου — Φιλούμενος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλουμένους — Φιλούμενος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλουμένων — Φιλούμενος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλουμένῳ — Φιλούμενος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλούμενε — Φιλούμενος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλούμενοι — Φιλούμενος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλούμενον — Φιλούμενος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”